καθίσαι

καθίσαι
καθίζω
aB*
aor inf act
καθίσαῑ , καθίζω
aB*
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • καθίζω — (AM καθίζω, Α ιων. τ. κατίζω) (μτβ.) 1. βάζω κάποιον να καθίσει, δίνω θέση, τοποθετώ (α. «μέ κάθισε δίπλα του» β. «πρίν γ ὅτε δή σ ἐπ ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας», Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) κάθομαι, παίρνω στάση καθημένου, παίρνω θέση (α. «κάθισε… …   Dictionary of Greek

  • σάσαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «καθίσαι Πάφιοι» …   Dictionary of Greek

  • όκλαση — η (Α ὄκλασις) [οκλάζω] καθιστική στάση με κάμψη τών γονάτων («λέγεται τὸ ἐπὶ τὰς κνήμας καὶ τὰς πτέρνας κάμψαντα τὰ γόνατα καθίσαι», Ιπποκρ.) νεοελλ. όρος τής γυμναστικής ο οποίος δηλώνει τη θέση τού σώματος κατά την οποία κάμπτονται τα γόνατα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”